μυριαχόθεν

μυριαχόθεν
μυριοχόθεν (Μ)
επίρρ. από χίλιες μεριές, από χίλια μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος, επιρρμ. αναλογικός σχηματισμός, κατά το πολλαχόθεν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”